Ορδουλίδης, Ν. (2017). Συννεφιασμένη Κυριακή και Τη Υπερμάχω - Καθρέφτισμα ή αντικατοπτρισμός; Αθήνα: Fagottobooks.
Δείτε το βιβλίο εδώ
Η ομοιότητα της Συννεφιασμένης Κυριακής του Βασίλη Τσιτσάνη με τον ύμνο Τη Υπερμάχω της ορθόδοξης παράδοσης είναι σήμερα δημοφιλές αντικείμενο ανταλλαγών στο διαδίκτυο, τόσο στα φόρα των ρεμπετόφιλων όσο και σε αυτά των ψαλτών. Οι δύο αυτές δυνητικές κοινότητες με αφορούν προσωπικά, αφού τα κέντρα βάρους τους με έχουν καθορίσει από τα γεννοφάσκια μου. Τα όσα αναπτύσσονται στο βιβλίο αποτελούν μία πρώτη προσέγγιση ενός πολυδιάστατου ζητήματος, το οποίο δεν αφορά μόνο το παρελθόν, αλλά είναι διαρκώς επίκαιρο και στο παρόν.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου εξετάζει ορισμένες από τις απόψεις που έχουν εκφραστεί κατά καιρούς για τις σχέσεις των δύο μουσικών ειδών γενικότερα, αλλά και για την καταγωγή της Συννεφιασμένης Κυριακής από το Τη Υπερμάχω. Πιο συγκεκριμένα, στο επίκεντρο τίθενται οι αναλύσεις των Ηλία Πετρόπουλου και Μίκη Θεοδωράκη, οι οποίοι συνέκριναν τα δύο μουσικά έργα. Η εξέταση των αναλύσεων αυτών γέννησε την ανάγκη να επεκταθεί η αναζήτηση και στον δημοσιογραφικό κόσμο, ο οποίος, στην πλειοψηφία του, εξαρχής ασπάστηκε και στήριξε το σχήμα που οικοδόμησαν οι Θεοδωράκης και Πετρόπουλος. Επιπλέον, δεν θα μπορούσε να λείψει και η πλευρά των πρωταγωνιστών του λαϊκού. Εξετάζονται και αναλύονται τα λεγόμενά τους καθώς επίσης και τα αίτια που τους οδήγησαν στην αναπαραγωγή της συγκεκριμένης ρητορικής. Όσον αφορά στον ίδιο τον Τσιτσάνη, αποδελτιώθηκε μεγάλο μέρος των συνεντεύξεών του, στις οποίες καταθέτει την προσωπική του άποψη επάνω στο ζήτημα της καταγωγής του τραγουδιού του.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου εξετάζονται οι ιστορικές σχέσεις μεταξύ των δύο μουσικών ειδών, βυζαντινής και λαϊκής μουσικής, συνθέτοντας μία ιδιόμορφη μουσική ιστοριογραφία η οποία συχνά κινείται γύρω από το ζήτημα της ελληνικότητας. Θεωρήθηκε ιδιαίτερα κρίσιμο να αναφερθούν και να τεθούν ως υπόστρωμα ορισμένα ιστορικά γεγονότα-κλειδιά, μιας και η συγκεκριμένη σχέση μεταξύ λαϊκής και βυζαντινής μουσικής δεν είναι προϊόν των νεότερων χρόνων, αλλά πηγάζει από την πρώτη περίοδο ακόμη του ελληνικού κράτους. Επιπροσθέτως, εξετάζονται τα ποικίλα στερεότυπα που αναπτύχθηκαν και εν πολλοίς εδραιώθηκαν τόσο για την βυζαντινή μουσική όσο και για την λαϊκή. Το ιστορικό υπόβαθρο του κάθε μουσικού είδους επικουρεί στην ανάδειξη της πολυδιάστατης φύσης του, τόσο στον τομέα της θεωρίας όσο και σε αυτόν της πράξης. Όσον αφορά στην βυζαντινή μουσική, εξετάζονται τα αίτια τα οποία γέννησαν αυτό που ονομάστηκε στους κόλπους της ψαλτικής «μουσικό ζήτημα». Το ζήτημα αυτό όχι απλά είναι «άλυτο» μέχρι τις μέρες μας, αλλά έχει πλέον διακλαδωθεί σε δύο επίπεδα. Το μεν πρώτο αφορά στην διαμάχη που ξέσπασε με την αυγή του 20ού αιώνα, έχοντας απέναντι δύο μουσικούς «ηγέτες», τον Ιωάννη Σακελλαρίδη και τον Κωνσταντίνο Ψάχο, και τον αγώνα από μέρους τους για την επικράτηση της δικής τους εκδοχής περί «γνήσιας» και «ελληνικής» εκκλησιαστικής μουσικής. Το δε δεύτερο γεννήθηκε λόγω της δράσης του Σίμωνα Καρά και κορυφώθηκε με την έκδοση του θεωρητικού του έργου το 1982. Και πάλι, το ζήτημα της ελληνικότητας τέθηκε στο επίκεντρο, επιστρατεύοντας κάθε εργαλείο και δυνατότητα της ισχυρής αλυσίδας που αφορά στην ιστορική συνέχεια του έθνους και, επαγωγικά, και της μουσικής του. Όσον αφορά στην λαϊκή μουσική, στα δύο πρώτα μέρη του βιβλίου εξετάστηκε τόσο ο επιλεκτικός αποκλεισμός στο ρεπερτόριο, όσο και η διαμεσολάβησή του. Οι δύο μεγάλοι ηττημένοι ήταν αφενός τα αστικά λαϊκά ιδιώματα, τα οποία αποκλείστηκαν λόγω της μη πλήρωσης των προαπαιτούμενων χαρακτηριστικών της ελληνικότητας, και αφετέρου η ρευστότητα των πρακτικών εκτέλεσης. Αυτή η ρευστότητα επλήγη γενικότερα στα λαϊκά ιδιώματα (αγροτικού χώρου και άστεως), καθώς το βυζαντινό θεωρητικό υπόστρωμα που τους τέθηκε ζητούσε την τυποποίηση της μουσικής πράξης και της διδασκαλίας τους.
Το τρίτο μέρος ασχολείται με την σχέση του δασκάλου με τον μαθητή, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα αυτού που συνήθως αποκαλείται «ύφος». Η εξέταση ορισμένων ψαλτικών «σχολών» και της συνομιλίας μεταξύ παράδοσης και καινοτομίας στην μουσική πράξη, αποτελούν ζητήματα ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα. Διαπραγματευόμενοι το πώς το μουσικό κείμενο και το περιεχόμενο του αναμορφώνονται με κάθε επανεκτέλεση, εγείρονται ζητήματα «αυθεντικότητας» σε αντίστιξη με την επιτέλεση και την ερμηνεία στην ψαλτική· τι συμβαίνει δηλαδή κάθε φορά που η οπτική διάσταση του έργου μετατρέπεται σε ηχητική.
Στο τέταρτο μέρος, το βιβλίο εστιάζει σε δύο βασικούς άξονες: Αφενός να κατανοηθεί όσο το δυνατόν πληρέστερα ο κόσμος στον οποίο ανήκουν τα δύο έργα, αλλά και ο κόσμος τον οποίο οικοδομούν, ως αυτόνομες οντότητες και αλληλοαντιδρώντας τόσο μεταξύ τους όσο και με άλλες οντότητες, με τις οποίες μοιράζονταν κοινές «εμπειρίες». Πιθανόν, το τελευταίο αποτελεί και την πιο κρίσιμη παράμετρο, καθώς η σύγκριση και αντιπαραβολή υπό δυαδική μορφή, πολλές φορές, ασυναίσθητα δεν λαμβάνει υπόψη την παρουσία και άλλων οντοτήτων που συνυπάρχουν μαζί με τις άμεσα συγκρινόμενες. Με άλλα λόγια, ο κοινός «τόπος» των δύο έργων δεν αποτελεί ένα κλειστό και σαφώς οριοθετημένο πεδίο. Η σύγκριση σε ζεύγη εγκυμονεί ποικίλους κινδύνους καθώς, έχοντας ως τελικό στόχο -ίσως και ασυνείδητα- την «ανακάλυψη» του σημείου «μηδέν», δηλαδή της γενέσεως, τίθεται στο περιθώριο η διαδικασία της συνεχούς εξέλιξης και πλαστικότητας της επιτέλεσης που όπως αναδεικνύεται, παρόλες τις διαφοροποιήσεις, αποτελεί βασικό συστατικό των εν λόγω οντοτήτων.
Ένας έτερος άξονας αφορά στην συγκριτική ανάλυση, με την χρήση ενός θεωρητικότερου πρίσματος. Για τα δύο μουσικά έργα χρησιμοποιήθηκαν καταγραφές τόσο στην βυζαντινή παρασημαντική όσο και στην ευρωπαϊκή. Μέσω αυτής της ανάλυσης εξετάζονται ορισμένα από τα τεχνικά τους μουσικά χαρακτηριστικά, σε μία διαπραγμάτευση του εξαιρετικά ενδιαφέροντος και αχανούς πεδίου των ζωντανών μουσικών ιδιωμάτων. Τα ιδιώματα αυτά εξελίχθηκαν εντός ενός περιβάλλοντος, το οποίο διακρίνονταν από τα κοσμοπολιτισμικά του χαρακτηριστικά και μεταφέρθηκε σε ένα νέο περιβάλλον, αυτό των εθνών-κρατών. Αυτό το οποίο πρέπει να υπογραμμιστεί είναι το διαφορετικό πνεύμα που διέπει την προσέγγιση εκείνη που οικοδομείται επάνω σε μία φιλοσοφία συνθήκης καταγωγής, σε σχέση με αυτήν που αντιλαμβάνεται την συνθήκη αυτή ως συνθήκη παραπομπής. Το περιβάλλον της αλληλοπεριχώρησης μας προσέφερε άλλου τύπου αναλυτική εργαλειοθήκη, σε σχέση με το περιβάλλον της περιχαράκωσης.
Υπογραμμίζεται η συνθήκη που οικοδομεί μία μουσική οικουμένη, όπως αυτή περιγράφεται από τον Jim Samson (2013) και από τους συγγραφείς του Balkan Popular Culture and the Ottoman Ecumene (2007), καθώς οι ζυμώσεις που πραγματοποιούνται μεταξύ των «ενοίκων» της αφορούν πολλά και διαφορετικά επίπεδα, έχοντας ως δύο βασικότερους προσδιοριστικούς άξονες τον τόπο και τον χρόνο. Εν προκειμένω, αντικείμενο της πραγμάτευσής μας είναι μία ακατάπαυστη συνομιλία μεταξύ «άλλων» τόπων και «άλλων» χρόνων· μία συνομιλία η οποία υφαίνει τον ιστό ενός πολυδιάστατου δικτύου. Με άλλα λόγια, εξετάζοντας τα ηχητικά φαινόμενα μέσα από ένα συγκρητικό -παρά μέσα από ένα συγκριτικό- πρίσμα, η αναζήτηση αυτή οδηγεί σε μεγαλύτερο βάθος και στην ψηλάφηση ποικίλων λεπτομερειών και πληροφοριών που συνθέτουν τα φαινόμενα.